Αυστραλοειδείς

Αυστραλοειδείς
Ανθρωπολογικός κλάδος, στον οποίο ανήκουν οι πιο πρωτόγονες φυλές της Αυστραλίας και της Ωκεανίας· οι Α. διαφέρουν από τις νεγροειδείς φυλές στο ότι τα μαλλιά τους είναι συνήθως κυματιστά, ποτέ εντελώς σγουρά, το κρανίο τους υπερβολικά επίμηκες και με μεγάλες προεξοχές του μετώπου στο τόξο των φρυδιών, έτσι που μερικές φορές να θυμίζουν τον άνθρωπο του Νεάντερνταλ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ινδιάνοι — (Indians). Οι αυτόχθονες πληθυσμοί της Αμερικής, πριν φτάσουν εκεί οι Ευρωπαίοι. Οι Ισπανοί τούς είχαν ονομάσει Indios (Ινδούς) και οι Άγγλοι Indians (Ινδούς), λόγω της εσφαλμένης αντίληψης του Κολόμβου ότι είχε φτάσει στις Ινδίες. Ωστόσο, όλοι… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονήσιοι — Ομάδα πληθυσμών της ινδονησιακής περιοχής, που ανήκουν σε δύο διαφορετικούς φυλετικούς τύπους. Όσοι κατοικούν στις παράκτιες περιοχές μοιάζουν με τους νοτιομογγολοειδείς, δηλαδή έχουν επταγωνική περίμετρο προσώπου, μέσο ανάστημα, λεία μαύρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”